δασύς,-εῖα,-ύ

δασύς,-εῖα,-ύ
A 5-1-2-1-2=11 Gn 25,25; 27,11.23; Lv 23,40; Dt 12,2
hairy Gn 27,23; rough, thick (with leaves) Lv 23,40; bushy, thick with trees Od 4,3; thick, dense Dt 12,2
*Hab 3,3 δασέος thick with leaves-פארה for MT פארן Paran
Cf. HELBING 1907, 53

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • αμφίδασυς — ἀμφίδασυς, εια, υ (Α) αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δασύς] …   Dictionary of Greek

  • επίδασυς — ἐπίδασυς, εια, υ (Α) [δασύς] ο λίγο δασύς ή πυκνός …   Dictionary of Greek

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”